Να πούμε επίσης πως η Νικολαΐδου υπήρξε φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση για 25 χρόνια και από το 2019 διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είμαι περίεργος, όμως, ποιο θα είναι εκείνο το αναγνωστικό κοινό που θα του δώσει ένα νόημα και μία δυναμική, αν ελάχιστοι έφηβοι το διαβάσουν, κάτι που είναι πολύ πιθανό; Πολύ θα μου άρεσε πάντως αν το βιβλίο της Νικολαΐδου το διαβάσουν έφηβοι που ραπάρουν και το διαδώσουν στόμα με στόμα, γιατί θα νιώσουν κάποια βάθη και πλάτη του εαυτού τους έτσι όπως διαμορφώνεται σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες που περνάμε εδώ και εικοσιπέντε χρόνια.
Για το βιβλίο αυτό ο μαθηματικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Ν.Μπασκόζος ( Αθήνα, 1952) έγραψε πως απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες. Πως συμβαίνει άραγε αυτό αν λάβουμε υπόψη την παρουσίασή του;
Παρουσίαση: Να, ένα δυνατό βιβλίο. Για όλες τις ηλικίες. Η Σοφία Νικολαΐδου χρόνια στις αίθουσες διδασκαλίας ξέρει κάτι παραπάνω για τους έφηβους. Η ιστορία που αφηγείται περιέχει σε αδρές αλλά λογοτεχνικές γραμμές τη ζωή τους. Σε ένα βαθμό οι έφηβοι δεν διαφέρουν τόσο πολύ από εποχή σε εποχή. Δεν είναι το διαδικτυακό φλερτ και οι οθόνες που τα ξεχωρίζουν αυτά τα παιδιά από αυτά του 90 ή του 80. Οι έφηβοι έχουν τον ακατανίκητη γοητεία της νιότης. Αυτή συνίσταται στην ομορφιά του ρίσκου, του αναπάντεχου, στη δύναμη της ουτοπίας και του ρομαντισμού που τους συνεπαίρνει.
Οι έφηβοι ήρωες της Σοφίας Νικολαΐδου θα τσακωθούν ως χούλιγκαν για τα οπαδικά, θα πάνε στη διαδήλωση για τον Άλκη, θα κάνουν κοπάνες, θα τσακώνονται μεταξύ τους, θα έχουν «ένοχα» για τους μεγάλους μυστικά, θα βρίσκουν διεξόδους εκεί που δεν τις βλέπουν οι ενήλικοι. Και θα ραπάρουν. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένας ύμνος στην ραπ, στους μοναχικούς ήρωες της, στην αδρεναλίνη του ηλεκτρικού μπιτ. Όμως τα παιδιά αυτά δεν ζούνε σε μια γυάλα, γύρω τους υπάρχουν μαμάδες που αγωνιούν, λεφτάδες χωρίς αξία, χαφιέδες, πρώην αναρχικοί ποδοπατημένοι από την ανάγκη της επιβίωσης. Αυτός είναι ο κύκλος που περισφίγγει τη νεανική κουλτούρα και τροφοδοτεί την αναστάτωση του θυμικού και ίσως την προσωπική επανάσταση. Ένα βιβλίο χωρίς διδακτισμούς (έχουμε πήξει από τα δήθεν crossover) λες και είναι γραμμένο από τα ίδια αυτά παιδιά που μπαίνουν με σφικτά χείλη στο δωμάτιο τους, κλείνουν την πόρτα στα μούτρα των γονιών τους και κατασκευάζουν μουσικές για να ονειρευτούν.