Ο «μαύρος θάνατος», η επιδημία πανούκλας που γονάτισε την Ευρώπη στα μέσα του 14ου αιώνα, αποδιοργάνωσε τη μεσαιωνική κοινωνία και θεωρείται βασικός παράγων για την παρακμή και τη σταδιακή αποκαθήλωση της φεουδαρχίας. Η αδυναμία αντιμετώπισης της νόσου, που οδηγεί στον θάνατο τον μισό περίπου πληθυσμό της Ευρώπης, υπονομεύει δραστικά το κύρος της βασιλικής εξουσίας και της Εκκλησίας.
Ο θάνατος μοιάζει πλέον παντοδύναμος και αναπότρεπτος, δεν φαίνεται να κάνει καμία διάκριση, δεν υπολογίζει την κοινωνική θέση, τη δύναμη και τον πλούτο των θυμάτων του, αδιαφορεί για τη χριστιανική τους πίστη.
Μπορούμε να φανταστούμε πόσο δραματική ήταν η επίδραση της επιδημίας στη συλλογική συνείδηση κατά τα χρόνια που ακολούθησαν. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα αυτής της περιόδου είναι ο «μακάβριος χορός», ένα καλλιτεχνικό μοτίβο που εμφανίζεται κατά τον 15ο αιώνα, αρχικά στη Γαλλία και στη συνέχεια σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης που δοκιμάστηκαν από την πανούκλα. Σε μια σειρά λαϊκών στιχουργημάτων παρουσιάζονται οι νεκροί να συνομιλούν με τους ζωντανούς και να τους υπενθυμίζουν επιτακτικά το αναπόφευκτο του θανάτου. Το πιο πιθανό είναι ότι οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι τραγουδιόνταν σε λαϊκές γιορτές, σε ένα είδος τελετών εξορκισμού, και λογικά θα χορεύονταν, σε έναν χορό που κι αυτός θα ήταν μακάβριος. Η λέξη άλλωστε «μακάβριος» (macabre), άγνωστης ετυμολογίας, εισάγεται στα γαλλικά εκείνη ακριβώς την εποχή, μάλλον με αφορμή αυτά τα στιχουργήματα.
Ακολουθεί η εικονογράφηση του Μακάβριου Χορού. Πρώτο δείγμα του είδους θεωρείται η «διακόσμηση» το 1424-25 των τοίχων μιας επέκτασης του νεκροταφείου των Saints-Innocents (των Αγίων Αθώων) στο κέντρο του Παρισιού (το νεκροταφείο κατεδαφίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα). Η ανάγκη μαζικής ταφής των εκατομμυρίων νεκρών της πανδημίας είναι άλλωστε ο λόγος της γιγάντωσης των ευρωπαϊκών νεκροταφείων. Τοιχογραφίες και πίνακες Μακάβριων Χορών θα εμφανιστούν σε νεκροταφεία, μοναστήρια και εκκλησίες σε κάθε γωνιά της Ευρώπης κατά τους επόμενους αιώνες. Και η ανάπτυξη της τυπογραφίας, που συμπίπτει χρονικά με τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε, θα διαδώσει παντού τόσο τις ποιητικές παραλλαγές του Μακάβριου Χορού όσο και τις εικονογραφικές του αναπαραστάσεις.
Το όλο σκηνικό του Μακάβριου Χορού, τόσο νοηματικά όσο και εικονογραφικά, θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια παλαιότερη μακρά παράδοση, την παράδοση του memento mori («να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις»). Η παραίνεση αυτή, στωικής μάλλον προέλευσης, ανιχνεύεται για πρώτη φορά σε έναν στίχο του Τερτουλιανού (2ος αι. μ.Χ.) και έκτοτε απευθύνεται σε κάθε ισχυρό για να του υπενθυμίσει ότι είναι και αυτός θνητός. Η εικόνα μιας νεκροκεφαλής συνοδεύει το μοτίβο του memento mori.
Ο Γάλλος τυπογράφος Gay Marchant εκδίδει το 1486 ένα βιβλίο με τίτλο Ο Μεγάλος Μακάβριος Xορός (La Grande Dance Macabre). Το βιβλίο περιλαμβάνει τις στιχομυθίες νεκρών με αντιπροσωπευτικές μορφές της κοινωνικής κλίμακας, σε μια φθίνουσα ιεραρχική κατάταξη, που ξεκινά από τον Πάπα, τον Αυτοκράτορα και τον Βασιλιά και καταλήγει στον αγρότη και στο παιδί. Το μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: κανείς δεν γλιτώνει από τον θάνατο. Σε μια δεύτερη ακολουθία και οι γυναίκες λαμβάνουν το ίδιο μήνυμα. Το βιβλίο εικονογραφείται από ξυλογραφίες, οι οποίες αντλούνται από τις εικόνες του νεκροταφείου των Αγίων Αθώων - μια εικόνα για την κάθε συνομιλία. Οι νεκροί εμφανίζονται ως σκελετοί και χορεύουν με τους μελλοθάνατους κρατώντας τους από το χέρι. Οι εικόνες έχουν ταυτοχρόνως κάτι το τρομακτικό αλλά και κάτι το σκωπτικό και ειρωνικό. Ο Marchant θα ανατυπώσει άλλες τέσσερις φορές την ίδια έκδοση, ενώ θα ακολουθήσει μια μακρά πορεία μεταφράσεων, παραλλαγών και συμπληρώσεων της αρχικής μορφής.
Η πρώτη γαλλική έκδοση αναπαράγεται αυτούσια στη δίγλωσση ελληνική εκδοχή των εκδόσεων Oblik. Τα αρχαία γαλλικά μεταφράζονται από την Αναστασία Δεληγιάννη σε μια πιστή ως προς το νόημα μετάφραση, που κατά την ίδια δεν έχει αξιώσεις λογοτεχνικότητας, καθώς ούτε και το πρωτότυπο έχει. Η ελληνική έκδοση συμπληρώνεται από μια καίρια Εισαγωγή της μεταφράστριας (και εκδότριας), που μας κατατοπίζει για την ιστορία του κειμένου και των εικόνων που το συνοδεύουν και την επίδραση που είχε στην πνευματική ατμόσφαιρα του ύστερου Μεσαίωνα. Γοητευτική βρίσκω και την αποκλίνουσα (έως εκκεντρική) τυπογραφία της ελληνικής έκδοσης.
Είναι περίεργο ότι κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί στο παρελθόν να εκδώσει ένα τόσο σημαντικό έργο με τεράστια επίδραση σε ποικίλους τομείς της δυτικής τέχνης. Σε μια πρόχειρη αναδρομή, σκέφτεται κανείς τις ξυλογραφίες του Χολμπάιν, τις ομώνυμες μουσικές συνθέσεις του Λιστ και του Σεν Σανς, των Ghost και των Duran Duran, ποιήματα του Βερλέν και του Μποντλέρ, το μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ ή την Εβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν. Το ότι η ελληνική έκδοση πραγματοποιείται από έναν νέο μικρό εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονίκης (με εντυπωσιακό ωστόσο κατάλογο τίτλων) είναι σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη. Και είναι παρηγορητικό το γεγονός ότι η πανθομολογούμενη κρίση του βιβλίου όχι μόνο δεν εξαφάνισε τα μικρά βιβλιοπωλεία και τις εναλλακτικές εκδοτικές πρωτοβουλίες, αλλά μάλλον έφερε μια ανέλπιστη ανθοφορία.
Πηγή: efsyn.gr/nisides