Πάντως σήμερα όπως κοιμόμουνα στον καναπέ, έβλεπα σε όνειρο την γιαγιά μου να με ξυπνάει με εκείνο τον φρικαλέο παιάνα : "Σηκωθείτε βρε παιδιά, φάτε φασόλια φάτε κουκιά, σηκωθείτε βιαστικοί, φάτε φασόλια φάτε φακή". Γέλασα μέσα στο όνειρο και άνοιξα τα μάτια μου. Είχε χαράξει. Ούτε που μπόρεσα να καταλάβω πώς ξέθαψα τέτοια έμμετρη ανάμνηση από την προσχολική μου ηλικία. Και μάλιστα συνέχισα τραγουδώντας φωναχτά τη συνέχεια : "Θοδώρα, Θοδώρα, πού είν' ο Θοδωρής; Στ' αμπέλι, στ' αμπέλι και τρέχα να τον βρεις". Κάθε Ιούνιο, μέχρι να πάω σχολείο, πηγαίναμε οι τρεις μας, γιαγιά, παππούς κι εγώ (και υποθέτω και η εκάστοτε βοηθός) στην Αίγινα, όπου ο παππούς είχε μόλις φυτέψει ένα μεγάλο αμπέλι έξω από το δωμάτιο που κοιμόμουνα και με έπαιρνε αξημέρωτα να πάμε να δούμε την πρόοδο του κάθε κλήματος, να διορθώσουμε το ψαθάκι του σκιάχτρου πριν ξυπνήσουν τα πουλιά κι έπειτα, όταν έβγαινε πιά ο ήλιος, να κάτσουμε γιά πρωϊνό στη σκιερή πλευρά του πεζουλιού μαζί με τη γιαγιά, που έπινε ένα τσάϊ του βουνού ή ένα φασκόμηλο διαβάζοντας. Πώς είχε τόση ηρεμία διαβάζοντας, μετά την έξαλλη εμβατηριακή αφύπνισή μου μιά ώρα νωρίτερα;
Κατά κάποιο τρόπο, το σημερινό ξύπνημα είχε μιά γλύκα πολύ πειστική. Μέχρι το βράδυ θα δοκιμάσω να βγώ.
Υ.Γ. Η φωτογραφία από ένα άλλο ξημέρωμα, πάνω από την Κοιλάδα των Βασιλέων, ανήμερα Χριστούγεννα πριν 25 μέρες. Πώς αλλάζουν όλα τόσο γρήγορα!