Και όλη αυτή η ομορφιά έσφυζε γύρω από το ρέμα, τα πλατάνια και οι ιτιές, οι λεύκες τα σπάργανα και τα λαζαράκια, οι όστριες, οι φράξοι και τα γεράνια, οι πικροδάφνες, τα καλάμια, τα ψαθιά και τα νυχτολούλουδα αναπτύσσονταν γαλήνια κι ευωδιαστά και στόλιζαν την πλάση σε συμφωνία με τα τιτιβίσματα των πουλιών που φώλιαζαν εδώ κι εκεί. Την ταραχή της πραγματικής ζωής την μετρίαζαν ίσως, την απάλυναν σίγουρα, τα ψιθυρίσματα αυτών των πτηνών που κρύβονταν στα φυλλώματα των δένδρων και στους παρόχθιους θάμνους, υπό το φίλιο φως του δειλινού.
Αυτό το θαύμα της φύσης που κατάφερνε να θάλλουν και να παίρνουν ύψος τα κάθε είδους φυτά, την ίδια στιγμή που δυο βήματα παραδίπλα οργίαζε η ανθρώπινη ασχήμια και η των πραγμάτων τύρβη, το κακό και ο φθόνος, για τα οποία αδιαφορούσαν μεγαλοπρεπώς, θύμιζε την συγγένεια που έχουν όλα τα δενδρύλλια, οι θάμνοι και τα χόρτα με κάποιους ερημίτες μοναχούς που αποκλειστικό έργο της ζωής τους είναι να παραβλέπουν τη βουή της πραγματικότητας, απαλλαγμένοι από παν γεώδες και υλικόν φρόνημα, έτσι ώστε να προσεύχονται και να στώσιν μάρτυρες της θεϊκής πρόνοιας.
Απόσπασμα από τη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα ΟΙ ΑΠΕΘΑΝΤΟΙ, που με το υπόλοιπο έργο ελάχιστη σχέση έχει, ενώ πρόκειται για μία αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική.