Γύρω από τα σεξουαλικά ήθη και τα ερωτικά μας πάθη έχουν γραφτεί κατά το παρελθόν, και ασφαλώς θα συνεχίσουν να γράφονται και στο μέλλον, πλήθος επιστημονικών μελετών, λογοτεχνικών ή ποιητικών βιβλίων, ενώ με διαφορετικά αισθητικά μέσα οι τέχνες επιχειρούν να τα εκφράσουν ή να τα «μετουσιώσουν» μέσα από το έργο τους.
Πώς ωστόσο δημιουργούνται τα σφοδρά ερωτικά σαρκικά πάθη μας; Αν, όπως φαίνεται, η ερωτική μας συμπεριφορά παραπαίει και ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ της έλλογης βιολογικής αιτιότητας και του παραληρηματικού ερωτικού φαντασιακού μας, τότε πόσο συνειδητή μπορεί να θεωρείται η επιλογή των ερωτικών μας «προτιμήσεων» και από τι εξαρτώνται αυτές οι επιλογές μας;
Αν ρωτούσατε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων «ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο διεγερτικό σεξουαλικά όργανο του σώματός σας;», θα παίρνατε ασφαλώς τις πιο διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα με τα γούστα, το φύλο, την ηλικία και την παιδεία αυτής ή αυτού που απαντά. Για παράδειγμα έχει διαπιστωθεί στατιστικά ότι το ενδιαφέρον των γυναικών επικεντρώνεται αρχικά στο πρόσωπο και κατόπιν στο υπόλοιπο σώμα, χωρίς βέβαια να παραλείψουν την περιοχή του αντρικού καβάλου. Αντίθετα, οι περισσότεροι άντρες εξερευνούν και εστιάζουν αρχικά το ενδιαφέρον τους στα στήθη, τις γάμπες και τα οπίσθια. Συμπεριφορικές διαφορές που διαπιστώνονται και μεταξύ των ομοφυλοφίλων.
Πάντως είναι σχεδόν βέβαιο πως κανείς, άντρας ή γυναίκα, δεν θα σκεφτόταν αμέσως να απαντήσει ότι το πιο σεξουαλικό όργανο του σώματός μας βρίσκεται κρυμμένο μέσα στο κρανίο μας: ότι δηλαδή είναι ο εγκέφαλός μας. Μολονότι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τα ιδιαιτέρως «ερεθιστικά» μέρη του ανθρώπινου σώματος έχουν εξελιχθεί ακριβώς για να προσελκύουν και να ξυπνούν το σεξουαλικό ενδιαφέρον του εγκεφάλου μας, ο οποίος ως στόχος, τελικός αποδέκτης και επεξεργαστής όλων αυτών των διεγερτικών σημάτων είναι η πραγματική μηχανή του σεξ και των ερωτικών μας παθών.
Ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε -ή μάλλον εξαιτίας αυτής ακριβώς της ελλιπούς συνείδησης- τα αρχέγονα και ακαταμάχητα ερωτικά μας πάθη είναι τελικά «εγκεφαλικά». Και δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των εγκεφαλικών διεργασιών παραμένει ασυνείδητο, ο εγκέφαλός μας μπορεί να επηρεάζει υποχθόνια, δηλαδή υποσυνείδητα, τις περισσότερές ερωτικές «επιλογές» μας.
«Κεραυνοβολημένοι» από τα εγκεφαλικά μόρια του έρωτα
Μολονότι οι προσωπικές ερωτικές επιλογές μας ήταν, είναι και μάλλον θα παραμείνουν αδιαφανείς στην επιστημονική έρευνα και παρά το μάταιο κάθε ανάλογου γνωστικού εγχειρήματος, θα άξιζε να παρουσιάσουμε κάποιες πρόσφατες προσεγγίσεις της ερωτικής μας ζωής από τις σύγχρονές επιστήμες του εγκεφάλου, οι προσπάθειες των οποίων κατατείνουν στο να αποκαλύψουν και ενδεχομένως να χειραγωγήσουν τις θεμελιώδεις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της ερωτικής συμπεριφοράς μας.
Οπως και τα άλλα θηλαστικά, οι άνθρωποι αφιερώνουν πολύ χρόνο στην προετοιμασία και την ικανοποίηση των ερωτικών αναγκών τους, αφού αυτό αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή αναπαραγωγή τους. Γεγονός το οποίο από μόνο του αποκαλύπτει τη μεγάλη σπουδαιότητα που έχει το σεξ στη ζωή μας.
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας εκπλήσσει ότι οι περίπλοκες και χρονοβόρες ερωτοτροπίες για την επίτευξη της πολυπόθητης ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ των ανθρώπων ρυθμίζονται πρωτίστως από γενετικούς, νευροβιολογικούς, και μόνο δευτερευόντως από πολιτισμικούς παράγοντες. Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί το τεράστιο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε μέχρι να αναγνωρίσουμε και, παρά τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, να αποδεχτούμε την «πραγματική» φύση των βιολογικών παραγόντων που σε τελευταία ανάλυση ρυθμίζουν τα ερωτικά μας ήθη.
Ωστόσο, όπως ασφαλώς γνωρίζουν εμπειρικά οι περισσότεροι αναγνώστες, ο έρωτας δεν υπήρξε ποτέ ένα αθώο γνωστικό αντικείμενο ή ένα ανώδυνο κοινωνικό παιχνίδι. Αφού όταν απουσιάζουν από μια ερωτική σχέση τα γνώριμα πάθη και οι ωδίνες του έρωτα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για έρωτα, αλλά απλώς για σεξ.
Πάντως όποιος ή όποια έχει νιώσει έστω και μία φορά «τρελά ερωτευμένος», θα πρέπει να γνωρίζει ότι μόνο σχετικά πρόσφατα η επιστημονική έρευνα άρχισε να διερευνά και να εντοπίζει, ακόμη και σε μοριακό επίπεδο, τους βασικούς εγκεφαλικούς μηχανισμούς και τους βιοχημικούς παράγοντες που διαμορφώνουν αυτή τη φαινομενικά «άλογη» συμπεριφορά του ερωτικού μας εγκεφάλου.
Και όσοι άνθρωποι έχουν πληγεί από τα βέλη του έρωτα ή έχουν υποφέρει από τη φαινομενικά παράλογη εναλλαγή των ακραίων ερωτικών τους παθών -την παράλογη ζήλια να διαδέχεται η αδικαιολόγητη ευφορία, τη βαθιά απελπισία η απερίγραπτη ευτυχία- θα θέλουν ασφαλώς να μάθουν τι ακριβώς πυροδότησε μέσα τους αυτά τα αντιφατικά και αβάσταχτα συναισθήματα. Οι ερωτευμένοι βέβαια πιστεύουν ότι όλα αυτά εξαρτώνται από το αντικείμενο του ερωτικού τους πόθου. Είναι όμως έτσι; Κι αν ναι, πώς ακριβώς συμβαίνει;
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει συντελεστεί μια μικρή επανάσταση στην έρευνα των βιοχημικών και νευρολογικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς. Και μολονότι έχει γίνει μόδα στην επιστήμη και στην τεχνολογία να βλέπουμε παντού «επαναστάσεις», ενώ στην πραγματικότητα έχει συντελεστεί μόνο κάποια μικρή αλλά απρόσμενη πρόοδος, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται όντως για ριζική αλλαγή της οπτικής μας γωνίας, γεγονός που οδηγεί σε αναθεωρήσεις των προγενέστερων απόψεών μας.
Για παράδειγμα θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο ότι τόσο η ένταση της σεξουαλικής ηδονής όσο και η σφοδρότητα των δήθεν «άυλων» ερωτικών μας παθών είναι συμπεριφορές που ρυθμίζονται τελικά από χημικούς παράγοντες, οι οποίοι παράγονται και δρουν αιτιοκρατικά στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας. Επιπλέον είναι πια αποδεκτό ότι τα ίδια ρυθμιστικά μόρια μπορούν να δρουν διαφορετικά στους άντρες και στις γυναίκες.
Στο σημείο αυτό κάποιοι αναγνώστες δικαίως θα διαμαρτυρηθούν: «Μα αυτά τα γνωρίζουμε ήδη εμπειρικά και μάλιστα από καιρό!». Με τη διαφορά ότι οι έρευνες των εγκεφαλικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς αποκάλυψαν πειραματικά και εντόπισαν ανατομικά ό,τι μέχρι χθες ήταν απλώς κάποιες εμπειρικές εικασίες. Μόνο χάρη στις εγκεφαλικές απεικονίσεις μέσω της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας εντοπίστηκαν επακριβώς οι ιδιαίτερες ανατομικές δομές που διαφοροποιήθηκαν εξελικτικά επειδή εκτελούσαν τις βασικές λειτουργίες της εγκεφαλικής μας ερωτικής μηχανής.
Πράγματι από τις πρόσφατες έρευνες της εξελικτικής νευροεπιστήμης προκύπτει ότι κατά τη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας ο εγκέφαλός μας ανέπτυξε τρία διαφορετικά (ανατομικά και λειτουργικά) συστήματα που εργάζονται από κοινού για να διασφαλίζουν άμεσα μια ικανοποιητική ερωτική ζωή και έμμεσα την επιτυχή αναπαραγωγή μας.
Το πρώτο εγκεφαλικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη και επιθυμία που μας ωθεί ενστικτωδώς να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο επιτρέπει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα» και χρησιμεύει ως επιπλέον κίνητρο για να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στον ερωτικό μας σύντροφο. Το τρίτο εγκεφαλικό σύστημα διασφαλίζει τη μακροχρόνια σχέση με τον σύντροφό μας.
Οι σχετικές έρευνες αποκάλυψαν μάλιστα ότι η εξειδικευμένη λειτουργία αυτών των τριών εγκεφαλικών συστημάτων βασίζεται σε διαφορετικά εγκεφαλικά μόρια, κυρίως στη δράση διαφορετικών ορμονών. Για παράδειγμα η έντονη σεξουαλική έλξη που νιώθουμε για κάποιον ή κάποια εξαρτάται από την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων «τεστοστερόνης». Οσο για την πολυπόθητη ηδονή ή την ερωτική έκσταση που ενδεχομένως βιώνουμε κατά την ερωτική πράξη, εξαρτάται από την υψηλή συγκέντρωση ντοπαμίνης που, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης, παράγεται στον εγκέφαλό μας. Και η διατήρηση ζωντανής της ερωτικής επιθυμίας στον χρόνο προϋποθέτει τη σταθερή παραγωγή δύο άλλων ορμονών, της ωκυτοκίνης στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άντρες.
Οι ερωτικές μας πτήσεις πέρα από τα εγκεφαλικά μας όρια
Μήπως τελικά οι άνθρωποι στη σεξουαλική συμπεριφορά τους, όπως εξάλλου και τα άλλα θηλαστικά, δεν είναι τίποτε περισσότερο από περίπλοκες «βιοχημικές μαριονέτες»; Ανθρωποι-μηχανές του σεξ που λόγω της υπερτροφίας του εγκεφάλου τους απέκτησαν την επιπρόσθετη ικανότητα να «εξιδανικεύουν» πνευματικά τις ζωικές τους ανάγκες και να μυθοποιούν τα σεξουαλικά τους ήθη;
Οπως όλα δείχνουν, σε λίγα χρόνια στο λήμμα «ανθρώπινος έρωτας» των επιστημονικά ενημερωμένων λεξικών θα διαβάζουμε: «Σφοδρή αλλαγή της εγκεφαλικής δραστηριότητας που προκαλείται από την έκλυση μεγάλης ποσότητας ειδικών νευροδιαβιβαστών (ντοπαμίνης, ωκυτοκίνης, βασοπρεσίνης), με άμεσο στόχο την επίτευξη της εγκεφαλικής ηδονής και απώτερο την προώθηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας».
Εχετε κάθε δικαίωμα να θεωρήσετε αυτόν τον ορισμό κάπως «άχρωμο» και ενδεχομένως υπερβολικά «αναγωγιστικό» ή «περιοριστικό», όχι όμως και επιστημονικά ανακριβή! Και αν δεν ανήκετε στην ιδιόρρυθμη κοινωνική κατηγορία των ανθρώπων που εντελώς αυθαίρετα πιστεύουν ότι οι πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της νευροεπιστήμης γι’ αυτό το αινιγματικό βιο-ψυχολογικό φαινόμενο είναι όλες εσφαλμένες, τότε οφείλετε να παραδεχτείτε ότι ο παραπάνω αντικειμενικός, αλλά «ψυχρός», ορισμός συνοψίζει ικανοποιητικά τις κυρίαρχες επιστημονικές απόψεις, που δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα ή έστω από τη «στενή» πραγματικότητα των νευροεπιστημών.
Βέβαια τα σκοτεινά ερωτικά μας πάθη και η διαχείριση των σεξουαλικών ορμών μας δεν είναι μόνο ένα πολύ ενδιαφέρον τεχνοεπιστημονικό πρόβλημα, αλλά και ένα «καυτό» ζήτημα που ανέκαθεν βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κοινωνικών θεσμών (οικογένεια, θρησκεία, εκπαίδευση) καθώς και των «ειδημόνων»: παπάδων, πολιτικών, ηθικών φιλοσόφων και πιο πρόσφατα των επιστημόνων. Στις μέρες μας εξάλλου η ερωτική ζωή των ανθρώπων αποτελεί πλέον το νόμιμο και προνομιακό πεδίο άσκησης των πιο επεμβατικών βιοπολιτικών πρακτικών.
Αυτές οι νέες βιοπολιτικές πρακτικές, επειδή «νομιμοποιούνται» από τις κατακτήσεις των νευροεπιστημών, επικρατούν πλέον παντού, όχι μόνο επειδή υποτίθεται ότι υπερβαίνουν τις ενοχλητικές αδυναμίες και τις παρανοήσεις των προγενέστερων «επιφανειακών» ψυχαναλυτικών και ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, αλλά και γιατί γεννούν πρωτοφανείς βιοτεχνολογικές και φαρμακευτικές προσδοκίες για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση και τη «θεραπεία» των κοινωνικά απροσάρμοστων ερωτικών μας παθών.
Πηγή: efsyn.gr/nisides