Ποια είναι σήμερα η επικαιρότητα του περιλάλητου βιβλίου «Δοκίμια», που γράφτηκε πριν από σχεδόν τεσσερισήμισι αιώνες; Μπορούν και πώς τα συγκεκριμένα κείμενα του Γάλλου στοχαστή Michel de Montaigne (1533-1592) να διαφωτίσουν την τρέχουσα ανθρώπινη κατάσταση και την ανθρωπογενή πλανητική κρίση; Οι «Μηχανές του Νου» ζήτησαν από τον Ελληνα μεταφραστή-σχολιαστή, τόσο της πρώτης όσο και της νέας εκδοχής των «Δοκιμίων», να μας μιλήσει όχι μόνο για τη σημασία των ιδεών τού Μοντένι, αλλά και για την προσωπική και ιστορική αναγκαιότητα που τον οδήγησαν στην επανεπεξεργασία και την παρουσίαση μίας δεύτερης, ανανεωμένης και πληρέστερα σχολιασμένης μετάφρασης αυτών των κλασικών κειμένων, ώστε να είναι «αναγνώσιμα» από το νέο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Με τον Φίλιππο Δρακονταειδή συζητούσαμε για το νέο μεταφραστικό του εγχείρημα της επανέκδοσης των «Δοκιμίων» πολύ πριν το ολοκληρώσει. Γεγονός που επέτρεψε στον γράφοντα να γνωρίζει από καιρό τις μεγάλες γλωσσικές, εννοιολογικές, αλλά και ιστορικές-πολιτισμικές δυσχέρειες που συνεπάγεται μια πιο ακριβής και εμπεριστατωμένη απόδοση στα ελληνικά του ιδιαίτερου ύφους γραφής και σκέψης του Γάλλου στοχαστή. Και λόγω αυτής της μακροχρόνιας φιλίας και προσωπικής οικειότητας, στη συνέντευξη που ακολουθεί επιλέξαμε να συνομιλήσουμε στον ενικό.
● Ποια ήταν η επιρροή των «Δοκιμίων» στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση, έπειτα από έναν μακρύ θεοκρατικό Μεσαίωνα, και ποια η σημασία τους για τη διαμόρφωση του μεταγενέστερου προγράμματος του Διαφωτισμού;
Ο Μισέλ ντε Μοντένι γράφει τα «Δοκίμια» από το 1572 ώς το 1580, παραδίδοντας αρχικά ένα δίτομο έργο, το οποίο δεν έπαψε να αναθεωρεί και να συμπληρώνει αδιάκοπα επί είκοσι έτη μέχρι τον θάνατό του. Η τελική τρίτομη εκδοχή, η λεγόμενη πέμπτη έκδοση, αντίτυπο της οποίας έχει διασωθεί με ιδιόχειρες σημειώσεις στα περιθώρια των σελίδων, είναι δείγμα της διαρκούς παρουσίας του στα γεγονότα και στις τάσεις που διαμόρφωναν οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις από τα τέλη του 15ου αιώνα με κέντρο τη Γαλλία και αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή Δύση.
Είναι η εποχή του απόηχου της Αναγέννησης, που οι αρχές και οι επιδιώξεις της, ενθουσιώδεις περί τον ανθρωπισμό, τη λογική, την παρατήρηση, το πείραμα και την επιστήμη, έρχονται αντιμέτωπες με τις ισχυρά θεμελιωμένες από τα χρόνια του Μεσαίωνα δογματικές και δικαιοποιημένες αρχές πολιτικής και πνευματικής κυριαρχίας. Είναι -λήγοντος του 15ου αιώνα- η είσοδος στην Αντιμεταρρύθμιση, η οποία επιβάλλει την πολιτική και θρησκευτική τάξη προς ευδοκίμηση της σταθερότητας, που εξυπηρετεί τις οικονομικές ευκαιρίες μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, οικοδομώντας τον καπιταλισμό.
Συνεργός αυτής της τάξης υπήρξε όχι ο ιδεώδης άνθρωπος της Αναγέννησης, ο πολίτης, αλλά ο υπήκοος του βασιλιά και ο πιστός του Θεού. Ο Μοντένι που δεν έπαψε να είναι πολιτικό ον ως δήμαρχος του Μπορντό, ως συζητητής και σύμβουλος ηγετών και βασιλέων, τους οποίους φιλοξενεί στον πύργο του, ζει εκείνες τις εξελίξεις και ενώ εξαρχής δηλώνει πως τον εαυτό του περιγράφει στα «Δοκίμια», θέτει εν τέλει το ερώτημα «Τι ξέρω; Ωστε, αν και εφόσον ξέρω, να γνωρίζω τον εαυτό μου και, μέσω του εαυτού μου, τον κόσμο, θεατό και αθέατο».
Προοιωνίζεται τον Διαφωτισμό ως ανοιχτό πεδίο έρευνας, μελέτης και ανεκτικότητας. Θυμίζω πως η πρώτη μετάφραση των «Δοκιμίων» έγινε στα αγγλικά το 1603 από τον Τζον Φλόριο και ο Νίτσε υποστηρίζει πως ο Σέξπιρ υπήρξε εμβριθής αναγνώστης του έργου. Η Αγγλία εισερχόταν τότε, αργά και βασανιστικά, στην εποχή του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού και ο Μοντένι είχε το κοινό του.
Για τους Γάλλους του Διαφωτισμού (Εγκυκλοπαιδιστές, Βολτέρος, Ρουσό, Ντιντερό κ.λπ.), ο Μοντένι ήταν συνοδός. Για τη γαλλική δημοκρατία και ώς το 2000 περίπου, ο εκάστοτε πρόεδρος εμφανιζόταν στις επίσημες φωτογραφίες ευθυτενής με την δεξιάν του να ακουμπάει σταθερά στην τρίτομη δερματόδετη έκδοση των «Δοκιμίων».
● Ο φαινομενικά αυτογνωσιακός και αυτοκριτικός χαρακτήρας των «Δοκιμίων» του Μισέλ ντε Μοντένι ποτέ δεν μετατρέπεται σε άγονη ή αυτάρεσκη ενδοσκόπηση. Αντίθετα, η συγγραφή των κειμένων αποσκοπεί συνειδητά στο να αποκαλύψουν -πρώτα στον ίδιο και μετά στους αναγνώστες του- τα εγγενή γνωσιακά και ιστορικά όρια του συγγραφέα ως ανθρώπινου όντος. Δεν συμφωνείς ότι πρόκειται για μια πολύ πρωτοποριακή στάση, ακόμη και για έναν κριτικό ανθρωπιστή και πρώιμο διαφωτιστή όπως ήταν ο Μοντένι;
Εχεις δίκιο, η αυτογνωσία και η αυτοκριτική δεν είναι το θέμα, πράγμα ευδιάκριτο κιόλας στον πρόλογο του Μοντένι για τον αναγνώστη. Οπως γράφει εκεί, σκοπεύει να περιγράψει τη φύση του και να πραγματευτεί μέσω αυτής τα θέματα που προκύπτουν εν χρόνω, χωρίς σχέση και, μάλλον, με απέχθεια για την ενδοσκόπηση! Λέει σαφώς ότι οι ώρες της σχόλης είναι ώρες αναψηλάφησης ιδεών και γεγονότων, όχι απολογισμού και σχολιασμού, είναι η προδιαγραφή του επόμενου βήματος.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για περιγραφή, παρατήρηση, εμπειρία, πείραμα, διόρθωση και στοιχειοθέτηση της επόμενης στιγμής. Και όλη αυτή η διαδικασία, δίχως να πρόκειται για κανόνα με προδιαγεγραμμένα και αναπόδραστα στάδια εξέλιξης, είναι ένα ερώτημα εντός της ροής του βίου, είναι η εποχή των σκεπτικιστών φιλοσόφων, από το ρήμα «επέχω», υπό την έννοια της απόστασης από τα πράγματα και από τον εαυτό μας προς εξασφάλιση μιας ευπαθούς ισορροπίας της ζωής.
Μην ξεχνάμε πως το οικόσημο, το έμβλημα, το διακριτικό του Μοντένι είναι η ζυγαριά, της οποίας τα δύο μέρη στέκουν δίπλα και αντικριστά, ισοϋψή και εν δυνάμει ενεργά. Οι ασχολούμενοι με τα «Δοκίμια» και τον συγγραφέα τους κόβουν την τρίχα στα τέσσερα για να τον κατατάξουν στη χορεία των σκεπτικιστών ή/και των στωικών. Ξεχνούν ότι δίνοντας πρώτος τον τίτλο «Δοκίμια» στο έργο του, κατοχυρώνοντας, όπως είναι γνωστό, έναν νέο λογοτεχνικό όρο στον παγκόσμιο πολιτισμό, αποδίδει επακριβώς την έννοια της λέξης, η οποία στην εποχή του είχε πρακτική πολυσημία, περιλαμβάνοντας τη δοκιμή του σώματος, τη δοκιμασία του πνεύματος, την ευθυβολία του λόγου, αλλά και το ατελές ή την αποτυχία μιας κίνησης και μιας προσπάθειας, καθώς και την προσβολή, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, ενός στόχου.
Ολα αυτά δεν προσφέρουν απαντήσεις, ούτε περιθώρια για αυτοθαυμασμούς, αυτοεπαίνους, αλλά μια συμπαγή εκκρεμότητα, που η περιγραφή, διαρκώς ατελής, υπό συνεχή επανεκτίμηση, διατηρεί στο προσκήνιο. Πρόκειται για ένα έργο εν κινήσει.
Τούτων δοθέντων, το ερώτημα «τι ξέρω;» που εμφανίζεται ως το καίριο ερώτημα του βίου ώστε να ανακαλυφθούν και γνωστοποιηθούν τα εγγενή γνωσιολογικά και ιστορικά όρια του ίδιου και κατ’ επέκταση κάθε ανθρώπινου όντος, βρίσκεται αυτοτελώς πέραν του σωκρατικού «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Με άλλα λόγια, ο Σωκράτης ξέρει ένα πράγμα, ότι δεν ξέρει. Δηλαδή ξέρει ότι δεν ξέρει! Ο Μοντένι υπερβαίνει τον Σωκράτη. Δεν αγνοεί ότι ξέρει, αλλά διερωτάται αδιάλειπτα τι ξέρει; Πώς, γιατί, πότε το ξέρει; Τι δεν ξέρει; Αν δεν ξέρει τώρα, θα ξέρει κάποτε, πότε;
Αυτά τα ερωτήματα, πέραν του Σωκράτη και του πλατωνισμού, είναι διαφωτισμός. Και η αποτυχία του ιστορικού Διαφωτισμού, όπως και η αποτυχία της Αναγέννησης οφείλονται στο ότι σκέψεις και γνώσεις που τέθηκαν ως ερωτήματα έλαβαν απάντηση, δογματική/ολοκληρωτική συνήθως, υπερβατική υπό το πέπλο της εκκοσμίκευσης, έτσι που το ερώτημα χάθηκε ή εμφανίστηκε υπό λογιών μανδύες για την αυτοϊκανοποίηση μιας συστηματοποιημένης γνώσης με θλιβερά αποτελέσματα απανθρωπισμού και καταστροφής της Φύσης, η οποία φέρει σήμερα το γελοίο όνομα «Περιβάλλον». Δρόμος δίχως γυρισμό.
● Ωστόσο, η μεγάλη επικαιρότητα των «Δοκιμίων» αναδεικνύεται και από το ότι ο συγγραφέας τους, διαβλέποντας τους πλανητικούς κινδύνους από την ήδη ορατή τότε παντοκρατορία του ανθρώπινου είδους, υποστήριξε εγκαίρως την αναγκαιότητα ενός «Διαφωτισμού» που θα αναδείκνυε τη γνωστική αυθαιρεσία, αλλά και την καταστροφικότητα της «θεοποίησης» του δυτικού ανθρώπου κατά τους Νεότερους Χρόνους. Αυτό δεν υπονοείς κι εσύ, όταν, στην εισαγωγή για τη νέα έκδοση των «Δοκιμίων», γράφεις για την «αφώτιστη πλευρά της Αναγέννησης»;
Εύστοχο ερώτημα, στο οποίο έσπευσα να απαντήσω εν μέρει στην προηγούμενη ερώτηση και μου δίνει την ευκαιρία να συμπληρώσω και να επεκτείνω τη σκέψη μου. Ας αρχίσω από τη διαπίστωση του Μοντένι στην τελευταία παράγραφο του τελευταίου δοκιμίου του τρίτου βιβλίου. Γράφει: «Στον ψηλότερο θρόνο του κόσμου, ο άνθρωπος κάθεται πάνω στον κώλο του». Θα μπορούσα να μεταφράσω «κάθεται πάνω στα οπίσθιά του», αλλά η λέξη κώλος προϊδεάζει την αφόδευση.
Είναι προφανές ότι ζώντας την απαρχή της θεοποίησης του ανθρώπου, δεδομένου ότι η χριστιανοσύνη υπέφερε από δογματικές διαμάχες και εξουσιαστικές αυθαιρεσίες, ο Μοντένι είναι μεταξύ των ελαχίστων που υποστήριξαν ότι η ευρέως αποδεκτή γνώση είναι επιβλαβής αυθαιρεσία.
Δύσκολο να φανταστούμε την τόλμη και τη ριζική καινοτομία της σκέψης του, τον αντιρατσισμό του. Για παράδειγμα, όταν στο δοκίμιο 31 του πρώτου βιβλίου με τίτλο «Περί των κανιβάλων», γράφει -μετά από προσωπική και φιλική συνάντηση με ιθαγενή του Νέου Κόσμου, άρχοντα στον τόπο του, εξευτελισμένο αιχμάλωτο προς πανηγυριώτικη επίδειξη στην Γαλλία- ότι οι εκεί πέρα «κανίβαλοι» ήταν οργανωμένες αυτοδιοικούμενες κοινωνίες με στοιχεία ισότητας και στιβαρής δικαιοσύνης.
Εχουμε σε αυτό το παράδειγμα την απόδειξη ότι εφόσον πρωτεύει η κατανόηση, η γνώση στέκεται στα πόδια της. Πολλά τέτοια παραδείγματα θα βρούμε στα «Δοκίμια»: ο Μοντένι καταρρίπτει την υπερβατική κατανόηση, η οποία δεν είναι γνώση, και τη δεδομένη γνώση, η οποία είναι αυταπάτη. Δηλώνει πως είναι πιστός Καθολικός, αλλά οι κήνσορες του Βατικανού διέκριναν στο έργο του πως οι απόψεις του απείχαν από το δόγμα.
Του ζήτησαν ευγενικά να προχωρήσει σε διορθώσεις. Εκείνος έβαλε μερικές αράδες στο δοκίμιο 56 «Για τις προσευχές» για να επαναλάβει την ακεραιότητα της πίστης του, αλλά δεν έπεισε. Τα «Δοκίμια» έμειναν επί τέσσερις αιώνες στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων, στο περίφημο Index Librorum Prohibitorum. Πράγματι, όπως ορθά διέγνωσες, έχουμε να κάνουμε με έναν ύστερο αναγεννησιακό άνδρα, ο οποίος είχε το θράσος να φωτίσει τον κίνδυνο παντοκρατορίας της ανθρώπινης ποταπότητας και καταστροφής, που η Αναγέννηση είχε αφήσει στα αζήτητα.