Τέλος πάντων, το αρχικό θάμβος παρέμεινε. Κι έγινε κάπως σαν κόλλημα. Ένα είδος αγνότητας, αθωότητας που σχεδόν δεν την αντέχεις, ίσως γιατί είναι ασύμβατη με τη σάρκα του ανθρώπου. Που ανθίζει σύντομα κι αυτή, αλλά κάτι την τραβάει συνεχώς στο χώμα. Και στις λάσπες.
Αρχικά, η τρομερή κραυγή της Έρημης Χώρας:
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα,
φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον
άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά
του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον
άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
―Τ.Σ. Έλιοτ, Έρημη χώρα», μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ίκαρος
Πατώντας ΕΔΩ θα εμφανιστεί ολόκληρο το άρθρο - podcast του Τσαγκαρουσιάνου, με τους υπόλοιπους συνειρμούς του για το σώμα που ανθίζει και σαπίζει